- σκάψῃ
- σκάπτωdigaor subj mid 2nd sgσκάπτωdigaor subj act 3rd sgσκάπτωdigfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάψη — η, Ν εκσκαφή, σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαψ τού αορ. έ σκαψ α τού σκάβω + κατάλ. η (πρβλ. λύσ η). Η λ., στον λόγιο τ. σκάψις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek